bn:00040723n
Noun Concept
Categories: Χριστιανική ορολογία, Αγιογραφία, Μακαρονισμός
EL
γλωσσολαλιά  γλωσσολαλία  γλώσσες
EL
Ο όρος γλωσσολαλία, από τις λέξεις γλώσσα και λαλώ, αντιδάνειο από το αγγλικό glossolalia, αναφέρεται σε μια πνευματική κατάσταση κατά την οποία έχουμε εκφορά ακατανόητων φραστικών διατυπώσεων ως τμήμα θρησκευτικής πρακτικής, συνήθως στη διάρκεια έντονης θρησκευτικής διέγερσης. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος γλωσσολαλία, από τις λέξεις γλώσσα και λαλώ, αντιδάνειο από το αγγλικό glossolalia, αναφέρεται σε μια πνευματική κατάσταση κατά την οποία έχουμε εκφορά ακατανόητων φραστικών διατυπώσεων ως τμήμα θρησκευτικής πρακτικής, συνήθως στη διάρκεια έντονης θρησκευτικής διέγερσης. Wikipedia
Wikipedia
Wiktionary
WordNet Translations