bn:00041885n
Noun Concept
EL
επιφάνεια ζωγραφικής
EL
(τέχνη) επιφάνεια (όπως τοίχος ή καμβάς) που έχει επεξεργαστεί κατάλληλα για να ζωγραφιστεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(τέχνη) επιφάνεια (όπως τοίχος ή καμβάς) που έχει επεξεργαστεί κατάλληλα για να ζωγραφιστεί Greek Open Multilingual WordNet
CATEGORY DOMAIN
Greek Open Multilingual WordNet