bn:00075373n
Noun Concept
EL
επιφάνεια
EL
Το ορατό, εξωτερικό σύνολο των σημείων ενός σώματος, κυρίως στερεού, τα οποία ορίζουν την έκτασή του και το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ορατό, εξωτερικό σύνολο των σημείων ενός σώματος, κυρίως στερεού, τα οποία ορίζουν την έκτασή του και το χωρίζουν από τον υπόλοιπο χώρο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations