bn:00042045n
Noun Concept
EL
ασφάλεια  προστατευτική συσκευή  failsafe  ασφάλεια λαβής  ασφαλούς
EL
Μηχανισμός σχεδιασμένος να προφυλάσσει κάτι ή κάποιον από τραυματισμό ή βλάβη Greek Open Multilingual WordNet
English:
firearm
firearms
Definitions
Relations
Sources
EL
Μηχανισμός σχεδιασμένος να προφυλάσσει κάτι ή κάποιον από τραυματισμό ή βλάβη Greek Open Multilingual WordNet