bn:00042150n
Noun Concept
Categories: Κιθάρες
EL
κιθάρα  κιθάρες
EL
Έγχορδο μουσικό όργανο με έξι ή δώδεκα χορδές, μακρύ βραχίονα, αχλαδόσχημο ηχείο που θυμίζει εκείνου του βιολιού, επίπεδη ράχη και οπή στο πάνω μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Έγχορδο μουσικό όργανο με έξι ή δώδεκα χορδές, μακρύ βραχίονα, αχλαδόσχημο ηχείο που θυμίζει εκείνου του βιολιού, επίπεδη ράχη και οπή στο πάνω μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Η κιθάρα υπήρξε έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής Αρχαιότητας, το οποίο ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας. Wikipedia
Έγχορδο μουσικό όργανο Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations