bn:00042189n
Noun Concept
Categories: Λαρίδες
EL
γλάρος  Λαρίδες  γλάροι  γλάρους
EL
Υδρόβιο πουλί, κυρίως λευκού χρώματος, που έχει μακριές μυτερές φτερούγες και κοντά πόδια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Υδρόβιο πουλί, κυρίως λευκού χρώματος, που έχει μακριές μυτερές φτερούγες και κοντά πόδια Greek Open Multilingual WordNet
Γλάροι ονομάζονται διάφορα είδη στεγανοπόδων πτηνών, τα οποία κατατάσσονται στην οικογένεια των λαριδών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations