bn:00050036n
Noun Concept
EL
πτηνό της οικογένειας Laridae  larid
EL
Νηκτικό, υδρόβιο πτηνό με μεγάλες φτερούγες που ανήκει στην οικογένεια των γλάρων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Νηκτικό, υδρόβιο πτηνό με μεγάλες φτερούγες που ανήκει στην οικογένεια των γλάρων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL