bn:00042981n
Noun Concept
EL
σκληρό ξύλο  σκληρά ξύλα
EL
Είδος ξύλου που προέρχεται από δένδρα που ανήκουν στο γένος των δικοτυλήδονων και διακρίνονται από τα κωνοφόρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος ξύλου που προέρχεται από δένδρα που ανήκουν στο γένος των δικοτυλήδονων και διακρίνονται από τα κωνοφόρα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations