bn:00043624n
Noun Concept
Categories: Προστατευτικός εξοπλισμός, Ενδύματα κεφαλής, Κράνος, Όπλα
EL
κράνος  περικεφαλαία  κάσκα
EL
Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από ανθεκτικό υλικό που καλύπτει το κεφάλι και ένα μέρος του προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού από ανθεκτικό υλικό που καλύπτει το κεφάλι και ένα μέρος του προσώπου Greek Open Multilingual WordNet
Την περικεφαλαία την χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί λαοί για να προστατεύσουν οι στρατιώτες το κεφάλι τους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikidata Alias