bn:00043754n
Noun Concept
Categories: Φλεγμονές, Παθήσεις του ήπατος, Ηπατίτιδα
EL
ηπατίτιδα  χρόνιας ηπατίτιδας
EL
Η ηπατίτιδα είναι ένας γενικός όρος για ασθένειες που οφείλονται σε φλεγμονή του ήπατος από διάφορες αιτιολογίες -η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ήπαρ που σημαίνει συκώτι και από την κατάληξη -ίτις που δηλώνει τη φλεγμονή του οργάνου. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ηπατίτιδα είναι ένας γενικός όρος για ασθένειες που οφείλονται σε φλεγμονή του ήπατος από διάφορες αιτιολογίες -η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ήπαρ που σημαίνει συκώτι και από την κατάληξη -ίτις που δηλώνει τη φλεγμονή του οργάνου. Wikipedia
Φλεγμονή του ήπατος, που συνήθως προκαλείται από έκθεση σε λοιμώδη παράγοντα, μία τοξίνη ή ένα φάρμακο Wikidata
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations