bn:00043921n
Noun Concept
EL
ανορθοδοξία
EL
Η ιδιότητα αυτού που είναι ανορθόδοξος,που παραβιάζει δηλ. τα καθιερωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα αυτού που είναι ανορθόδοξος,που παραβιάζει δηλ. τα καθιερωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet