bn:00059581n
Noun Concept
Categories: Ορθόδοξη Εκκλησία, Χριστιανικές ομολογίες
EL
ορθοδοξία  Ορθόδοξος
EL
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ορθόδοξος, να έχεις ορθή γνώμη και πρακτική (ειδικότερα στη θρησκεία, η ορθή θρησκευτική πίστη, σε αντιδιαστολή προς τις αιρετικές δοξασίες, η διδασκαλία και το δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ορθόδοξος, να έχεις ορθή γνώμη και πρακτική (ειδικότερα στη θρησκεία, η ορθή θρησκευτική πίστη, σε αντιδιαστολή προς τις αιρετικές δοξασίες, η διδασκαλία και το δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας) Greek Open Multilingual WordNet
Η λέξη ορθοδοξία χρησιμοποιείται χαρακτηριστικά για να αναφερθεί στην θεωρούμενη ως σωστή θεολογική ή δογματική τήρηση του Χριστιανισμού. Wikipedia
Σελίδα αποσαφήνισης εγχειρημάτων Wikimedia Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections