bn:00044174n
Noun Concept
EL
εμπόδιο  τροχοπέδη  στερεοχημική παρεμπόδιση  στερεοχημικό όγκο  στερικές επιδράσεις
EL
Η ενέργεια του παρεμποδίζω, παρακωλύω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources