bn:00044286n
Noun Concept
EL
ταξιδιώτης  εκλιπαρών μεταφοράν επί αυτοκινήτου  εμπόδιο-πεζοπόρος  λαθρεπιβάτες  ωτοστόπ
EL
Αυτός που ταξιδεύει κάνοντας οτοστόπ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που ταξιδεύει κάνοντας οτοστόπ Greek Open Multilingual WordNet