bn:00044559n
Noun Concept
EL
καταπατητής  homesteader  καταληψίες  καταληψιών
EL
Αυτός που καταπατεί ξένη ιδιοκτησία, αυτός που την καταλαμβάνει και τη χρησιμοποιεί αυθαίρετα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που καταπατεί ξένη ιδιοκτησία, αυτός που την καταλαμβάνει και τη χρησιμοποιεί αυθαίρετα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations