bn:00044728n
Noun Concept
Categories: Κανναβοειδή
EL
λυκίσκος  λυκίσκοι  λυκίσκο ευγενής  λυκίσκου
EL
Ο λυκίσκος είναι καρπός που προέρχεται από το φυτό Λυκίσκος το ζυθοβότανο. Wikipedia
English:
plant
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο λυκίσκος είναι καρπός που προέρχεται από το φυτό Λυκίσκος το ζυθοβότανο. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations