bn:00045052n
Noun Concept
EL
κατάλυμα  στέγη  ζουν καταλύματα
EL
Διαμονή, προσωρινή ή μακροχρόνια, κατασκευές στις οποίες διαμένουν άνθρωποι Greek Open Multilingual WordNet
English:
building
Definitions
Relations
Sources