bn:00045367n
Noun Concept
EL
υδροχλώριο  υδροχλωρική  υδροχλωρικό
EL
Άχρωμο αέριο με αποπνιχτική οσμή και καυστικές ιδιότητες, που αποτελεί χημική ένωση υδρογόνου και χλωρίου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άχρωμο αέριο με αποπνιχτική οσμή και καυστικές ιδιότητες, που αποτελεί χημική ένωση υδρογόνου και χλωρίου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations