bn:00021370n
Noun Concept
Categories: Στοιχεία μετάπτωσης, Ανόργανη χημεία
EL
σύμπλοκο  πολυμερή  ένωση συντονισμού  συμπλοκοποίηση  συμπλόκου ιόντος
EL
Ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων που αποτελούνται από μεγάλα μόρια και που προκύπτουν από πολλά ίδια ή παρόμοια (μικρότε ρα) μόρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
χημεία
Definitions
Relations
Sources
EL
Ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων που αποτελούνται από μεγάλα μόρια και που προκύπτουν από πολλά ίδια ή παρόμοια (μικρότε ρα) μόρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος σύμπλοκο ή ένωση συναρμογής αναφέρεται σε ένα σταθερό συγκρότημα ατόμων, το οποίο δομείται από ένα κεντρικό άτομο ή ιόν, συνήθως μεταλλικό ιόν, και μια περιβάλλουσα συστοιχία δεσμευμένων μορίων ή ιόντων, που με τη σειρά τους είναι γνωστά ως υποκαταστάτες ή συναρμοτές. Wikipedia