bn:00045461n
Noun Concept
EL
υμενόπτερο  Hymenoptera  υμενόπτερα  hymenopteran  hymenopter
EL
Καθένα από τα έντομα που έχουν δύο ζεύγη μεμβρανοειδών φτερών και ένα ωοαποθετήρα που προορίζεται για τσίμπημα ή κέντρισμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καθένα από τα έντομα που έχουν δύο ζεύγη μεμβρανοειδών φτερών και ένα ωοαποθετήρα που προορίζεται για τσίμπημα ή κέντρισμα Greek Open Multilingual WordNet
BabelNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations