bn:00045744n
Noun Concept
Categories: Οικιακές συσκευές, Κουζίνα (χώρος), Αποθήκευση τροφίμων, Συντήρηση τροφίμων
EL
ψυγείο  καταψύκτες  ψυγεία
EL
Ένα από τα λευκά είδη το οποίο χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του φαγητού σε χαμηλές θερμοκρασίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα από τα λευκά είδη το οποίο χρησιμοποιείται για την αποθήκευση του φαγητού σε χαμηλές θερμοκρασίες Greek Open Multilingual WordNet
Το ψυγείο είναι συσκευή που λειτουργεί με αντλία θερμότητας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations