bn:00046092n
Noun Concept
EL
προστακτική  προστακτική έγκλιση  jussive διάθεση  jussive  επιτακτική διάθεση
EL
(γραμματική) μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, που παριστάνει το σημαινόμενο από το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή, π.χ. φύγε, πήγαινε, γράψε, άκουσέ με Greek Open Multilingual WordNet
English:
grammar
Definitions
Relations
Sources
EL
(γραμματική) μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, που παριστάνει το σημαινόμενο από το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή, π.χ. φύγε, πήγαινε, γράψε, άκουσέ με Greek Open Multilingual WordNet