bn:00079778n
Noun Concept
Categories: Ρήματα, Γραμματική, Μέρη του λόγου, Συντακτικό
EL
ρήμα  Ῥῆμα  ρήματα
EL
Το μέρος του λόγου που χρησιμοποιείται στην πρόταση για να δηλώσει ότι κάποιος είναι, κάνει ή παθαίνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το μέρος του λόγου που χρησιμοποιείται στην πρόταση για να δηλώσει ότι κάποιος είναι, κάνει ή παθαίνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Ρήμα είναι το μέρος του λόγου που δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ενεργεί ή παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations