bn:00046673n
Noun Concept
EL
φλεγμονή  φλεγμονώδης νόσος
EL
Τοπική φλόγωση ή ερεθισμός ιστού του σώματος, που προκαλεί ερυθρότητα, θερμότητα και πόνο και αποτελεί την αντίδραση των ζωντανών ιστών και κυρίως των αιμοφόρων αγγείων σε τραυματική, μικροβιακή ή άλλη βλάβη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τοπική φλόγωση ή ερεθισμός ιστού του σώματος, που προκαλεί ερυθρότητα, θερμότητα και πόνο και αποτελεί την αντίδραση των ζωντανών ιστών και κυρίως των αιμοφόρων αγγείων σε τραυματική, μικροβιακή ή άλλη βλάβη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations