bn:00046879n
Noun Concept
EL
σπορά
EL
Το σκόρπισμα με το χέρι ή με μηχανή σπόρων σε κατάλληλα προετοιμασμένο έδαφος, ώστε να βλαστήσουν και να δώσουν καρπούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σκόρπισμα με το χέρι ή με μηχανή σπόρων σε κατάλληλα προετοιμασμένο έδαφος, ώστε να βλαστήσουν και να δώσουν καρπούς Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet