bn:00062832n
Noun Concept
EL
φύτευση  φύτεμα  σπορά
EL
Η τοποθέτηση σπόρου ή ρίζας νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources