bn:00046882n
Noun Concept
EL
αναισθησία  insensitiveness
EL
Η κατάσταση στην οποία κάποιος παραμένει ασυγκίνητος ή ψυχρός απέναντι στις επιδράσεις του περιβάλλοντός του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση στην οποία κάποιος παραμένει ασυγκίνητος ή ψυχρός απέναντι στις επιδράσεις του περιβάλλοντός του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations