bn:00070514n
Noun Concept
EL
αισθαντικότητα  ευαισθησία
EL
Η ψυχική ευαισθησία και η ικανότητα κάποιου να επηρεάζεται από το περιβάλλον η ψυχική ευαισθησία και η ικανότητα κάποιου να επηρεάζεται από το περιβάλλον του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ψυχική ευαισθησία και η ικανότητα κάποιου να επηρεάζεται από το περιβάλλον η ψυχική ευαισθησία και η ικανότητα κάποιου να επηρεάζεται από το περιβάλλον του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet