bn:00047460n
Noun Concept
Categories: Χρώμα, Χρώματα
EL
ιριδισμός  εναλλαγή χρωμάτων  ιριδίζουσα  ιριδισμό  περλέ
EL
Με τον όρο ιριδισμός ή ιρίδωση, χαρακτηρίζεται στη φυσική το οπτικό φαινόμενο της ανάλυσης του λευκού φωτός πάνω σε διάφορες επιφάνειες, όπως συμβαίνει π.χ. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Με τον όρο ιριδισμός ή ιρίδωση, χαρακτηρίζεται στη φυσική το οπτικό φαινόμενο της ανάλυσης του λευκού φωτός πάνω σε διάφορες επιφάνειες, όπως συμβαίνει π.χ. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Translations