bn:00047494n
Noun Concept
Categories: Οικιακές συσκευές
EL
σίδερο  εξομάλυνσης σιδήρου  σίδερο ρούχα
EL
Μικρή οικιακή συσκευή που αποτελείται από μεταλλική βάση, η οποία όταν θερμαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα των ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
συσκευή
αντικείμενο
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρή οικιακή συσκευή που αποτελείται από μεταλλική βάση, η οποία όταν θερμαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα των ρούχων Greek Open Multilingual WordNet
Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή που χρησιμοποιείται για να ισιώνει υφάσματα και ιδιαίτερα ρούχα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations