bn:00047527n
Noun Concept
EL
σιδηροτεχνία  σιδηρουργία  σιδηρουργική  σιδηροκατασκευές
EL
Το σύνολο των τεχνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή και κατεργασία του σιδήρου, των χαλύβων και των χυτοσιδήρων σε βιομηχανική ή και βιοτεχνική κλίμακα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των τεχνικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή και κατεργασία του σιδήρου, των χαλύβων και των χυτοσιδήρων σε βιομηχανική ή και βιοτεχνική κλίμακα Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations