bn:00011046n
Noun Concept
EL
σιδηρουργός  σιδεράς  κατάστημα σιδεράς  σιδεράδες  σιδηρουργία
EL
Κατασκευαστής που σφυρηλατεί και διαμορφώνει το σίδηρο με σφυρί και αμόνι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατασκευαστής που σφυρηλατεί και διαμορφώνει το σίδηρο με σφυρί και αμόνι Greek Open Multilingual WordNet