bn:00047549n
Noun Concept
EL
αντικανονικότητα  unregularity
EL
Η ιδιότητα αυτού που δεν είναι κανονικός και σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα αυτού που δεν είναι κανονικός και σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations