bn:00105434a
Adjective Concept
EL
αντικανονικός
EL
Αυτός που δεν είναι κανονικός και ιδίως σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που δεν είναι κανονικός και ιδίως σύμφωνος με τους κανόνες, τους κανονισμούς ή τις διατάξεις που ισχύουν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet