bn:00049573n
Noun Concept
EL
έργο  αγγαρεία  έργα
EL
Οποιαδήποτε δουλειά, αποστολή που έχει ανατεθεί σε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) και η οποία απαιτεί οργανωμένες προσπάθειες για να ολοκληρωθεί Greek Open Multilingual WordNet
English:
project management
Definitions
Relations
Sources
EL
Οποιαδήποτε δουλειά, αποστολή που έχει ανατεθεί σε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) και η οποία απαιτεί οργανωμένες προσπάθειες για να ολοκληρωθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations