bn:00049620n
Noun Concept
Categories: Χημικά όπλα
EL
δακρυγόνο  δακρυγόνα  lacrimator
EL
Αέριο που κάνει τα μάτια να κλαίνε αλλά δεν τους προκαλεί ζημιά και χρησιμοποιείται για να διαλύει τα πλήθη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αέριο που κάνει τα μάτια να κλαίνε αλλά δεν τους προκαλεί ζημιά και χρησιμοποιείται για να διαλύει τα πλήθη Greek Open Multilingual WordNet
Το δακρυγόνο είναι χημικό αέριο που προσβάλλει τους βλεννογόνους ιστούς του αναπνευστικού συστήματος και κάνει τα μάτια να δακρύζουν. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations