bn:00050072n
Noun Concept
Categories: Φωτεινές πηγές, Αναδυόμενες τεχνολογίες, Οπτοηλεκτρονική
EL
λέιζερ  ακτίνα λέιζερ  Laser  οπτικό maser  παλμικό λέιζερ
EL
Το μηχάνημα που παράγει ισχυρές δέσμες φωτός ή ενισχύει ηλεκτρομαγνητικά κύματα και ακτινοβολίες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το μηχάνημα που παράγει ισχυρές δέσμες φωτός ή ενισχύει ηλεκτρομαγνητικά κύματα και ακτινοβολίες Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος λέιζερ ή λέηζερ προέρχεται από το αγγλικό ακρωνύμιο Laser: που αποδίδεται στα ελληνικά ως ενίσχυση φωτός με εξαναγκασμένη εκπομπή ακτινοβολίας και καλύπτει τόσο τις συσκευές που την παράγουν όσο και την αντίστοιχη ακτινοβολία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
EL
WordNet Translations