bn:00050075n
Noun Concept
EL
ακτίνες λέιζερ  ακτίνα λέηζερ  δέσμη λέιζερ
EL
Μορφή ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το αντίστοιχο μηχάνημα(λέιζερ) και χρησιμοποιείται ευρέως στην επιστήμη και την τεχνική Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μορφή ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το αντίστοιχο μηχάνημα(λέιζερ) και χρησιμοποιείται ευρέως στην επιστήμη και την τεχνική Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations