bn:00050213n
Noun Concept
EL
πλυντήριο  καθαριστήρια  πλυντήριο αυτοεξυπηρέτησης
EL
Κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές αυτόματης πλύσεως, τις οποίες μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει έναντι ορισμένου αντιτίμου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές αυτόματης πλύσεως, τις οποίες μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει έναντι ορισμένου αντιτίμου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations