bn:00050217n
Noun Concept
Categories: Καθημερινή ζωή
EL
μπουγάδα  καθαριστήριο  πλυντήριο  πλυσταριό
EL
Εμπορικό κατάστημα, στο οποίο παραδίδονται ρούχα, χαλιά, καλύμματα, κουρτίνες για στεγνό καθάρισμα με ειδικά μηχανήματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εμπορικό κατάστημα, στο οποίο παραδίδονται ρούχα, χαλιά, καλύμματα, κουρτίνες για στεγνό καθάρισμα με ειδικά μηχανήματα Greek Open Multilingual WordNet
Μπουγάδα, είναι όρος προερχόμενος από τη Βενετία και σημαίνει το πλύσιμο ρούχων ή τα πλυμένα ρούχα. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata