bn:00050375n
Noun Concept
EL
αρχηγία
EL
Η ικανότητα που έχει κάποιος να ηγείται, να πρωτοστατεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα που έχει κάποιος να ηγείται, να πρωτοστατεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet