bn:00050861n
Noun Concept
Categories: Γεωδαισία, Τοπογραφία, Όργανα μέτρησης
EL
αλφάδι  αεροστάθμη
EL
Εργαλείο με το οποίο ελέγχουμε την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επίπεδης επιφάνειας Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο με το οποίο ελέγχουμε την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επίπεδης επιφάνειας Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο αεροστάθμη, αναφερόμαστε σε ένα ειδικό τεχνικό όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντίωση ενός επίπέδου, καθώς και η ακριβής κάθετη διάταξή του. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations