bn:00050955n
Noun Concept
EL
προσωπική ελευθερία
EL
Η ιδιότητα κάποιου να αποφασίζει και να ενεργεί ανεξάρτητα από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό παράγοντα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα κάποιου να αποφασίζει και να ενεργεί ανεξάρτητα από κάθε εξωτερικό ή εσωτερικό παράγοντα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet