bn:00036376n
Noun Concept
EL
ελευθερία
EL
Η κατάσταση του να είναι κανείς ελεύθερος, η δυνατότητα αυτόβουλης και απεριόριστης δράσεως σύμφωνα με τις επιθυμίες (κάποιου), η απουσία εξαναγκασμού ή καταπίεσης Greek Open Multilingual WordNet
English:
philosophy
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση του να είναι κανείς ελεύθερος, η δυνατότητα αυτόβουλης και απεριόριστης δράσεως σύμφωνα με τις επιθυμίες (κάποιου), η απουσία εξαναγκασμού ή καταπίεσης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations