bn:00051164n
Noun Concept
Categories: Αστραπή, Εξοπλισμός ασφαλείας, Οροφές
EL
αλεξικέραυνο
EL
Ένα αλεξικέραυνο είναι μια μεταλλική ράβδος τοποθετημένη σε μια κατασκευή και προορίζεται να προστατεύει την κατασκευή από κεραυνό. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα αλεξικέραυνο είναι μια μεταλλική ράβδος τοποθετημένη σε μια κατασκευή και προορίζεται να προστατεύει την κατασκευή από κεραυνό. Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations