bn:00051172n
Noun Concept
EL
λιν  μονάδα μήκους  ligne
EL
Μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με 1/4 της ίντσας, που χρησιμοποιείται για να μετράμε τη διάμετρο των κουμπιών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μονάδα μέτρησης μήκους, ίση με 1/4 της ίντσας, που χρησιμοποιείται για να μετράμε τη διάμετρο των κουμπιών Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
EL
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations
EL