bn:00051297n
Noun Concept
EL
σιδηροδρομική γραμμή  railroading  σιδηροδρομικών μεταφορών  σιδηρόδρομοι  υπηρεσία σιδηροδρόμων
EL
Δρόμος που αποτελείται από σιδηροτροχιές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources