bn:00066021n
Noun Concept
EL
σιδηρόδρομος  railroading  σιδηροδρομική γραμμή  σιδηροδρομικών μεταφορών  σιδηροδρόμου
EL
Οδός επικοινωνίας, στρωμένη με παράλληλες ράβδους πάνω στις οποίες κινείται ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη αμαξοστοιχία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources