bn:00051655n
Noun Concept
Categories: Σαύρια
EL
σαύρα  σαυροειδή  σαύρες
EL
Γενική ονομασία για διάφορα σαυρόμορφα ερπετά με μακριά ουρά, τέσσερα πόδια, γλώσσα διχαλωτή και συσταλτή και δέρμα πρασινωπό με κηλίδες Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική ονομασία για διάφορα σαυρόμορφα ερπετά με μακριά ουρά, τέσσερα πόδια, γλώσσα διχαλωτή και συσταλτή και δέρμα πρασινωπό με κηλίδες Greek Open Multilingual WordNet
Οι σαύρες είναι ζώα της ομοταξίας ερπετά. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations