bn:00017578n
Noun Concept
Categories: Χαμαιλεοντίδες
EL
χαμαιλέοντας  χαμαιλέων  chamaeleonidae  χαμαιλέοντες
EL
Είδος σαύρας, με μακριά γλώσσα και ουρά, που έχει την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της ανάλογα με το περιβάλλον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος σαύρας, με μακριά γλώσσα και ουρά, που έχει την ικανότητα να αλλάζει το χρώμα της ανάλογα με το περιβάλλον Greek Open Multilingual WordNet
Οι χαμαιλέοντες είναι μια διακριτή και εξαιρετικά εξειδικευμένη ομάδα σαυρών με περισσότερα από 160 είδη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary